Η εκτίμηση του ύψους γίνεται με τη χρήση αναστημόμετρου και αποτελεί σημαντική μέτρηση σωματομετρίας, καθώς συνιστά βασικό δείκτη ανάπτυξης των παιδιών και των αθλητών. Είναι μία από τις βασικές παραμέτρους επιλογής ταλέντων στα αθλήματα.
Η μέτρηση του μήκος κορμού (καθιστού αναστήματος) αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη ανάπτυξης και φυσιολογίας του σώματος του παιδιού και του αθλητή. Το αποτέλεσμα της σχέσης του καθιστού αναστήματος ως προς το συνολικό ανάστημα του αθλητή, μας δίνει πληροφορίες για το αν ένα παιδί ή ένας αθλητής έχει μακροσκελή ή βραχυσκελή κορμό.
Η μέτρηση του ανοίγματος της παλάμης, μας δίνει πληροφορίες για την επιλογή αθλητών σε αθλήματα που περιέχουν σύλληψη, ρίψη ή μπλοκάρισμα μπάλας.
Με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) υπολογίζουμε τον βαθμό παχυσαρκίας παιδιών και ενηλίκων. Οι κατηγορίες που προσδιορίζονται από τον δείκτη μάζας σώματος είναι τέσσερις: Ελλιποβαρής – Φυσιολογικός – Υπέρβαρος – Παχύσαρκος.
Ο ΔΜΣ μας δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την απώλεια ή την αύξηση του σωματικού βάρους, βάσει νορμών για κάθε συγκεκριμένη ηλικία και φύλο, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την επιλογή αθλητών σε συγκεκριμένα αθλήματα.
Το σωματικό βάρος είναι ένας από τους δείκτες της φυσικής κατάστασης. Αρκετά αθλήματα απαιτούν συγκεκριμένη αναλογία σωματικού ύψους και βάρους.
Η μέτρηση των κάτω άκρων, μας δίνει πληροφορίες σχετικά με το αν υπάρχει ανισοσκελία (άνισο μήκος μεταξύ των δύο κάτω άκρων) η οποία μπορεί να προκαλέσει σκολίωση ή οστεοαρθρίτιδα. Αυτή η μέτρηση, μας δίνει περαιτέρω πληροφορίες για τυχόν μυοσκελετικες ανισορροπίες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω τραυματισμούς στην καριέρα ενός αθλητή.
Το μήκος ανοίγματος των χεριών συνηθίζεται να έχει την ίδια αναλογία με το ύψος, αλλά όσον αφορά στην διαδικασία επιλογής ταλαντούχων αθλητών σε συγκεκριμένα αθλήματα όπως η καλαθοσφαίριση, η πετοσφαίριση και η κωπηλασία παρατηρείται πως το μήκος έκτασης χεριών είναι μεγαλύτερο από το ύψος.
Η εκτίμηση του λίπους σώματος γίνεται μέσω της μέτρησης των 7 πτυχών του δέρματος κατά Jackson/Pollock. Η συγκεκριμένη προσέγγιση βασίζεται στην αρχή ότι το υποδόριο λίπος αντικατοπτρίζει τη συνολική ποσότητα του λίπους στον οργανισμό.